σεβνταλής

σεβνταλής
ο, θηλ. σεβνταλού, Ν
1. αυτός που έχει σεβντά, ερωτοχτυπημένος
2. ο επιρρεπής στον έρωτα, ερωτιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβντάς + κατάλ. -λής (πρβλ. θεριακ-λής, μερακ-λής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεβνταλής — ο ερωτιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεβνταλίδικος — η, ο, Ν [σεβνταλής] αυτός που ταιριάζει σε σεβνταλή, παθιάρικος («σεβνταλίδικα τραγούδια»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”